Δευτέρα 18 Ιουνίου 2007

ΝΤΙΒΑΝΙ-ΕΛ.ΑΣ.

ΓΙΑΤΡΕ ΜΟΥ,
Αν κι εγώ μεγαλώνοντας γινόμουν αυτό που μικρός αποκαλούσα «μπάτσος», με την χλεύη της κοινωνίας στ’ αυτιά μου, αν ντρεπόμουν να πω σε κάποιους τι δουλειά κάνω, με τους μισθούς πείνας και τα δανεικά δεξιά κι αριστερά, τότε κι εγώ τα ίδια θα έκανα σε τσαντάκηδες, αλλοδαπούς, αλλοδαπές, μαστούρια και φοιτητές.

ΓΙΑΤΡΕ ΜΟΥ,
Είδα προχθές στον ύπνο μου την Κασσάνδρα να προβλέπει ότι οι εκλογές δε θα γίνουν το Σεπτέμβριο. Φυσικά δεν την πίστεψα, αυτή είναι η μοίρα της άλλωστε, να μην πιστεύει κανείς τις προφητείες της που όμως βγαίνουν πάντα αληθινές.


ΓΙΑΤΡΕ ΜΟΥ,
Αισθάνομαι καλύτερα σήμερα. Δε φοβάμαι την ακυβερνησία μετά τις επόμενες εκλογές. Όχι πως την επιζητώ επειδή η κυβερνησία των υπουργών είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα στην Ελλάδα. Δεν ανησυχώ διότι για να έχουμε ισχνή αυτοδυναμία και πεντακομματική Βουλή θα πρέπει μετά τις εκλογές να εισέλθουν εκεί και ο Συνασπισμός και ο ΛΑ.Ο.Σ.».


ΓΙΑΤΡΕ ΜΟΥ,
Αν καταφέρει κι επανεκλεγεί βουλευτής ο Βύρων Πολύδωρας και μάλιστα στο σφαγείο της Β΄ Αθηνών, θα θέσω την παραίτησή μου από ψηφοφόρος της ΝΔ στη διάθεση του Κώστα Καραμανλή. Αν, φυσικά, μου ζητηθεί από εκείνον να κάνω κάτι τέτοιο.


ΓΙΑΤΡΕ ΜΟΥ,
Μήπως λέω βλακείες; Τι πα να πει “παραιτούμαι αν μου ζητηθεί;” Αν είναι να παραιτηθώ, εγώ παίρνω την απόφαση, εγώ παραιτούμαι. Είναι δουλειά δική μου. Γιατί να μπλέκω κι άλλους στην υπόθεση; Μήπως για ν’ αποφύγω την παραίτηση;


ΓΙΑΤΡΕ ΜΟΥ,
Είδα στον ύπνο μου χθες το μεσημέρι τη φιλόλογό μου της Τρίτης Γυμνασίου που είχα ερωτευθεί. Ήρθε επιτέλους στο κρεβάτι μου, αλλά με άρχισε στις βρισιές. Άχρηστο με ανέβαζε, άχρηστο με κατέβαζε. «Τι πα να πει “σε παραίτησαν”, ρε άχρηστε;» μου είπε. «Το “παρατείσθαι”, ρε, δεν εμφανίζεται στην ενεργητική φωνή. Ούτε κυριολεκτικά λοιπόν, αλλά ούτε και ουσιαστικά ισχύει κάτι τέτοιο. Αντί για το “Με παραίτησαν” πιο λεβέντικο είναι το “Με απέλυσαν” Αλλά πού να το περιμένω αυτό από σένα, στούρνε!»


ΤΙ ΧΡΩΣΤΑΩ, ΓΙΑΤΡΕ ΜΟΥ, ΤΗΣ ΜΙΧΑΛΟΥΣ;



Μετά τιμής,



Βύρων Πολύδωρας.

(Βγαίνει από το «Δημήτρης Τσακαλίας»)

Κυριακή 17 Ιουνίου 2007

ΕΥΤΥΧΩΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΑΘΙΚΙΑ

Γιατρέ μου,
Νομίζω, η κοινωνία καταδίκασε τον αρχιφύλακα του Αστυνομικού Τμήματος Ομονοίας επειδή ουσιαστικά δεν έδειρε ο ίδιος τους κρατούμενους, αλλά, μετά από υποδείξεις, έβαλε τον έναν να δέρνει τον άλλο.

Γιατρέ μου,
Μήπως, ο αρχιφύλαξ έκανε κάτι που ήθελαν να κάνουν πολλοί από μας, αλλά το απαγορεύει η ανατροφή και οι δεσμεύσεις του «τι θα πει ο κόσμος»;

Γιατρέ μου,
Μήπως χρειαζόμαστε κακούς αστυνομικούς για να αισθανόμαστε καλύτεροί τους; Μήπως χρειαζόμαστε και μετανάστες, τους οποίους όλοι θεωρούμε κατώτερούς μας; Αλλιώς πού θα ξεσπάγαμε; Στις γυναίκες μας; Στα παιδιά μας; Η εμπειρία μας λέει ότι δε μας πολυπαίρνει. Μήπως θα ξεσπάγαμε στ’ αφεντικά μας; Στη μαύρη μοίρα μας; Στην ηλιθιότητά μας; Αυτά αποκλείονται διά ροπάλου, διότι ακριβώς επειδή υπάρχουν τ’ αφεντικά μας, η μαύρη μοίρα μας και η ηλιθιότητά μας πρέπει να βρούμε κάπου να ξεσπάσουμε. Μήπως ευτυχώς που υπάρχουν αλλοδαποί; Όπως τραγουδά ο Π”Κων/νου, «Ευτυχώς που υπάρχουν πουτάνες».

Γιατρέ μου,
Ο συλλογισμός μου με οδηγεί, στη σκέψη ότι καταδικάζουμε τον αρχιφύλακα-βασανιστή, επειδή δεν πρόσεχε κι έτσι βγήκε στον αέρα η ενέργεια που έκανε αυτός ανθ’ ημών. Δηλαδή είδε όλος ο κόσμος τα χάλια μας. Είδε όλος ο κόσμος την κακία μας. Είδε όλος ο κόσμος το ρατσιστικό μας μεδούλι. Μας καταδίκασε όλος ο κόσμος, δηλαδή εμείς εμάς. Ού να χαθείς ώ αρχιφύλαξ!

Γιατρέ μου,
Μήπως καταδικάσαμε τον «Αρχιφύλαξ της Ομονοίας» για να δείξουμε στον καθρέφτη μας ότι κατά βάθος εμείς είμαστε οι καλοί αστυνομικοί που δεν θα το έκαναν αυτό; Τους καλούς αστυνομικούς μήπως τους θέλουμε κρυμμένους μέσα μας κι όχι να κυκλοφορούν ελεύθερα κι απροκάλυπτα θυμίζοντάς μας ότι είμαστε αγωνιστές της πορδής που δε μπορούν να φορτώσουν στο κακό σύστημα την αποτυχία τους;

Γιατρέ μου,
Χθες βράδυ είδα στον ύπνο μου ότι βράβευα τους κακούς της ζωής μου.
Ευτυχώς, σκέφτομαι τώρα, που υπάρχουν κακοί αστυνομικοί, αλλιώς δε θα έβρισκα κανέναν άλλο χειρότερό μου.

Ευτυχείς όσοι από εμάς είχαμε κακούς δασκάλους στο σχολεία. Αλλιώς πού θα ρίχναμε σήμερα το φταίξιμο για την ασχετοσύνη μας;

Ευτυχείς όσοι εξ ημών είχαν συνάψει κακούς δεσμούς, αλλιώς πού θα έριχναν την αγαμία τους;

Ας είναι ευτυχείς και όσοι εξ ημών διαθέτουν υψηλόμισθους στη δουλειά τους, αλλιώς πού θα έριχναν την αφραγκία τους;

Ας ευτυχούν και όσοι είχαν παλιούς συμμαθητές ή απλούς γνωστούς και φίλους που πέτυχαν κάτι στη ζωή τους με μέσον και τη βοήθεια του μπαμπά τους.

Ευτυχώς που υπήρχαν οι «άοπλοι Ι4» στη μονάδα που υπηρετούσαμε, αλλιώς πού θα ρίχναμε τη γκαντεμιά μας να φυλάμε σκοπιά μέχρι που απολυθήκαμε;

Ευτυχώς που υπάρχουν οι εξαμηνίτες στρατεύσιμοι, αλλιώς πού θα ρίχναμε την αποτυχία μας να μην υπηρετήσουμε καθόλου;

Ευτυχώς που υπάρχουν οι τσάτσοι στο στρατό, αλλιώς πού θα ρίχναμε την ανικανότητα του σογιού μας να μας βάλει να φυλάμε την πατρίδα κάπου στην Αθήνα.

Ευτυχώς που υπάρχουν πουλημένοι συνδικαλιστές, αλλιώς πού θα ρίχναμε το φόβο μας να παλέψουμε για κάτι καλύτερο;

Γιατρέ μου,
Μέχρι να γίνουμε έξι ετών της πρώτης Δημοτικού χρειαζόμαστε τους μικρόσωμους για να δέρνουμε. Στο σχολείο χρειαζόμαστε και τους χαζούς ή τους αγαθούς έξυπνους για να κοροϊδεύουμε. Στο χωριό χρειαζόμαστε τους διαφορετικούς που θα βαπτίσουμε και θα «κάνουμε» τρελούς. Στο στρατό χρειαζόμαστε τους ψάρακλες. Στην τηλεόραση χρειαζόμαστε τους Ζετέμηδες και τους Κουσκούσηδες. Στην πολιτική μας απραξία χρειαζόμαστε γραφικούς παραθυρόβιους πολιτικούς. Στην αθεράπευτης καθισιά μας χρειαζόμαστε κακούς παίκτες της ομάδας που υποστηρίζουμε. Στην ενηλικίωσή μας χρειαζόμαστε την εφηβεία μας για να την κοροϊδεύουμε. Στα γεράματά μας χρειαζόμαστε τους πεθαμένους φίλους μας για να νοιώθουμε ανώτεροι απέναντί τους και απέναντι στο χρόνο. Και για να μην σκεφτόμαστε με φόβο το πού θα καταλήξουμε, χρειαζόμαστε κακούς αστυνομικούς, κακούς δικαστές, κακούς δεσμοφύλακες, κακούς γιατρούς, κακούς παπάδες και κακούς αγγέλους.

Τι χρωστάω, γιατρέ μου;

Μετά τιμής,
Δημήτρης Τσακαλίας

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2007

ΕΙΣΑΙ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΦΤΙΑΧΤΗΚΕΣ


Όταν φτιάχναμε τους δρόμους και τις πλατείες δεν υπήρχαν οδηγοί που θέλαν να κυκλοφορούν και να γεμίζουν με αυτοκίνητα τα οδοστρώματα.




Όταν έφτιαχνες το σκυλάδικο τραγούδι δεν υπήρχαν ούτε μαύροι στην πιάτσα με κομπιούτερ και cd recorder, ούτε εγώ να μου ζητάς ν’ αγοράσω πάλι ακριβά το σκουπίδι που μπορώ ν’ αγοράσω φτηνά.

Όταν φτιάχναμε το μπάτσο δεν είχε πολλούς κακοποιούς στην κοινωνία. Μην του ζητάς να τους πιάσει τώρα που είναι περισσότεροι και οργανωμένοι.

Όταν έφτιαχνες το ΚΚΕ, δε υπήρχε Συνασπισμός που θα του άναβε τα λαμπάκια.




Όταν φτιάχναμε το πρωτάθλημα ποδοσφαίρου δεν υπήρχαν ξύπνιοι να μην το γουστάρουν και να μην πατάνε στα γήπεδα.

Όταν έφτιαχνες τους γραφειοκράτες και τα στεγανά που τους γεννούσαν και τους προστάτευαν δεν υπήρχαν ανταγωνιστικά τηλεοπτικά κανάλια να τρυπώνουν και να τους βγάζουν τ’ άπλυτα στη φόρα.

Όταν φτιάχναμε τη Δεξιά, δεν είχαμε αντιπολίτευση που όταν ήταν κυβέρνηση έκλεβε καλύτερα από αυτήν.

Όταν έφτιαχνες το εκπαιδευτικό σύστημα δεν είχες στο κεφάλι σου γονείς που θέλαν να σπουδάσουν τα παιδιά τους.

ΤΟ ΚΡΑΝΟΣ ΧΑΛΑΕΙ ΤΟ ΜΑΛΛΙ

Χτυπάει γκόμενα με τη μηχανή και κυκλοφοράει έξω απ' τις καφετέριες της γειτονιάς τη Μαρίγια την Άσχημη.

(η συνέχεια)
Δίνει και το παράδειγμα στη νεολαία: "Δε φοράω κράνος γιατί μου χαλάει το μαλλί."

Τι άλλο μπορεί να ζητήσει κανείς από ένα νομάρχη που ο ίδιος επέλεξε;
Να ξαναγίνει λαϊκός τραγουδιστής;
Πολύ αργά.

ΠΑΤΑ ΝΑ ΔΕΙΣ